- χρυσόστροφος
- -ον, Α(για χορδή τόξου) κατασκευασμένος από συνεστραμμένα σύρματα χρυσού («χρυσοστρόφων ἀπ' ἀγκυλᾱν βέλεα», Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)-* / χρυσεο- + -στροφος (< στρόφος < στρέφω), πρβλ. πολύ-στροφος].
Dictionary of Greek. 2013.